Βρισκόμαστε ίσως σε καιρό ειρήνης ; Επίσημα ναι. Ομως εδώ και αρκετό καιρό η ίδια η διατύπωση της “επίσημης κύρηξης του πολέμου” έχει καταστεί ουσιαστικά ανενεργή. Οι σημερινοί πόλεμοι δεν “κυρήσσονται” , αποτελούν πλέον μέρος της καθημερινής διαχείρησης των κρατών και των μεγάλων δυνάμεων. Κατά συνέπεια τους προσδίδουν καινούριους χαρακτηρισμούς πολύ περισσότερο παραπλανητικούς σε σχέση με το παρελθόν. Ανθρωπιστική επιχείρηση. Ειρηνευτική αποστολή. Επιχειρήσεις ενάντια στη πειρατία. Χειρουργικές παρεμβάσεις. Στοχευμένες εξουδετερώσεις. Προστασία των συνόρων. Αντιτρομοκρατικός αγώνας. Θα ήταν λοιπόν ορθότερο να μιλήσουμε σήμερα για “διαρκή πόλεμο”.
Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις δεν ειναι δυνατό πλέον να καταμετρηθούν. Εκτός από μερικές εξαιρέσεις, δεν είναι πλέον αντιπαραθέσεις μεταξύ κρατών, αλλά μάλλον επιχειρήσεις ενάντια σε“στασιαστές”, σε “τρομοκράτες” ή σε “εγκληματίες” που για τον ένα ή τον άλλο λόγο απειλούν την καπιταλιστική οικονομία και τις υπάρχουσες ισορροπίες της εξουσίας. Δεν χρειάστηκαν παρά ορισμένοι πραγματικοί επαναστατικοί ξεσηκωμοί στις πόρτες της Ευρώπης (Τυνησία, Αίγυπτος, Συρία, Λιβύη) έτσι ώστε η ευρωπαϊκή πολεμική μηχανή να ανεβάσει αμέσως στροφές. Και το γεγονός αυτό δεν ισχύει μόνο για το “εξωτερικό” των συνόρων. Η στρατιωτικοποίηση αφορά επίσης το “εσωτερικό”, δηλαδή, όλα όσα αφορούν την καταστολή καθώς και τη διαχείρηση των κοινωνικών αντιφάσεων (πλούσιοι και φτωχοί , καταπιεζόμενοι και καταπιεστές, εσωκλεισμένοι και αποκλεισμένοι).Υπό τη σκιά των “τρομοκρατικών απειλών” το χακί επανεμφανίστηκε στους δρόμους. Τα τεχνολογικά αντικείμενα, διαθέτοντας τη θετική εκτίμηση της πλειοψηφίας της κοινωνίας, στον ίδιο βαθμό μέ τα μέτρα ασφάλειας, κατέδειξαν, ακόμη και σε αυτούς που αρνούνται να θέλουν να το δούν και να το καταλάβουν, το πραγματικό τους πρόσωπο: μέσα ελέγχου που είναι κατα κύριο λόγο στραμμένα ενάντια στο πληθυσμό.Η μηδιατική προπαγάνδα ενάντια στους τρομοκράτες, τους αποκλίνοντες, τους μετανάστες χωρίς χαρτιά,τους εγκληματίες, τα συνεπικουρεί. Οι ιδιωτικές εταιρίες ασφάλειας βρίθουν και άλλοστε οι λειτουργίες επόπτευσης και αυτές καθαρά πολεμικού χαρακτήρα αναλαμβάνονται ολοένα συχνότερα από ιδιωτικές εταιρίες που προμμηθεύουν μισθοφόρους. Τα ερευνητικά εργαστήρια, η ανάπτυξη νέων όπλων, οι συνεργασίες σε διεθνές επίπεδο για να αντιμετωπιστούν οι απειλές βρίσκονται σε ταχεία εξέλιξη. Για να μπορεί κάποιος ακόμη λοιπόν να μιλά για ειρήνη πρέπει να είναι τυφλός όπως ένας δημόσιογράφος. Ο πόλεμος δεν συνίσταται μονάχα από σφαγές και δολοφονίες σε βιομηχανική κλίμακα. Εξαναγκάζει επίσης σε μια “συνεχή κινητοποίηση” τον πληθυσμό ώστε να υπερασπίσει τα συμφέροντα της εκάστοτε εξουσίας. Δύο στρατόπεδα: είτε είσαι με την εξουσία, είτε είσαι με τους “τρομοκράτες”. Αυτός ο οποίος δεν θέλει να υπερασπίσει την εξουσία αλλά ούτε και να την κατακτήσει, που αρνείται την άσκηση τρόμου ενάντια στο πληθυσμό (είτε αυτός ο τρόμος προέρχεται από πλευράς του κράτους και του κεφάλαιου υπό μορφή πολέμου, βιομηχανικής μόλυνσης ή εκμετάλλευσης είται προέρχεται από πλευράς αυτών που προτίθενται να δομήσουν μια καινούρια κατασταλτική εξουσία, όπως οι “τζιχαντιστές”) χωρίς παρόλα αυτά να αφεθεί άοπλος θα βρεθεί σύντομα με τη πλάτη στο τοίχο. Ο διαρκής πόλεμος μεταβάλει το πληθυσμό σε “εμπόλεμους ανθρώπους” με σκέψεις σε τέτοιο βαθμό ομοιογενείς όσο και οι συμπεριφορές τους, υπακούοντας τυφλά στους εκάστοτε αρχηγούς, στους σκληρούς και στους αδίστακτους.
“Αν θέλετε την ειρήνη, προετοιμαστείτε για τον πόλεμο” έλεγαν στην αρχαία Ρώμη. Και εμείς οι λάτρεις της ελευθερίας, δεν μπορούμε παρά να είμαστε ενάντια και στο πόλεμο αλλά και στην ειρήνη. Σήμερα, η ειρήνη που διατείνονται ότι θέλουν τα κράτη-και αυτό δεν υπήρξε πιθανά ποτέ διαφορετικό-είναι η ειρήνη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και καταπίεσης πάνω στη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που κατοικούν τον πλανήτη. Ως προς αυτή τη προοπτική δεν προετοιμάζονται μονάχα για να πνίξουν σε ένα ποτάμι αίματος κάθε απόπειρα απελευθερωτικής εξέγερσης ενάντια στην τάξη τους, αλλά επίσης επιχειρούν ασταμάτητα με βάση μια στρατιωτιωτική λογική εδώ και αλλού. Μια καλή απόδειξη των όσων ισχυριζόμαστε -δηλαδή οτι τα στρατιωτικα, αστυνομικα και πολιτικά πεδία ενσωματώνονται μαζί μέσα στα δόγματα “ασφάλειας” αυτού του υπερτεχνολογικού κόσμου που εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα της εξουσίας και του χρήματος-αποτελεί η συνέχεια που μπορούμε να διαπιστώσουμε μεταξύ της πρόσφατης εντατικοποίησης των στρατιωτικών επιχειρήσεων, της στρατιωτικοποίησης των ευρωπαϊκών κοινωνιών και της αισθητής όξυνσης της καταστολής. Αν στα νερά της Μεσογείου, η διαχείρηση της μετανάστευσης επιβάλλει απο εδώ και στο εξής επιχειρήσεις ξεκάθαρα στρατιωτικού χαρακτήρα, στις Βρυξέλλες, η εξουσία θέλει να κατασκευάσει τη μεγαλύτερη φυλακή στη βελγική ιστορία. Βέβαια, η εξουσία οπωσδήποτε προσπαθει να παρουσιάσει αυτές τις δύο περιπτώσεις σαν εντελώς διαχωρισμένες μεταξύ τους, διότι ένα απαίσιο πιάτο το τρώει κάποιος καλύτερα σε μικρές δόσεις. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος που τα κράτη διεξάγουν αυτή τη στιγμή, που ο καπιταλισμός διεξάγει, που κάθε εξουσία διεξάγει, δεν θα πρέπει να μας αποπροσανατολίσει σχετικά με τους πραγματικούς της στόχους: οι ενδυνάμει λαϊκές εξεγέρσεις και η ενδεχόμενη βούληση για μια κοινωνική επανάσταση που θα προτείνει το οριστικό ξεκαθάρισμα κάθε μορφής εξουσίας. Και η μεγα-φυλακή στις Βρυξέλλες δεν αποτελεί εξαίρεση : θα χρησιμεύσει όχι μόνο για να εγκλείσει στο εσωτερικό της ολοένα και περισσότερους ανθρώπους που το κράτος θεωρεί επιβλαβείς για τα συμφέροντα του και τη κοινωνία του, αλλά επίσης και για να θέσει σε κυκλοφορία ενα φάντασμα ενάντια σε όλους αυτούς που θα ονειρεύονταν να εξεγερθούν ενάντια στο κράτος.
Ειναι για όλους αυτούς τους λόγους που εκτιμούμε ότι σήμερα ο αγώνας ενάντια στη κατασκευή της μεγα-φυλακής είναι ένας σημαντικός αγώνας. Διότι επιτίθεται ενάντια σε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της ενδυνάμωσης της κρατικής καταστολής, δίνοντας ταυτόχρονα μια μάχη ενάντια στην ίδια την ιδέα και την έννοια του κράτους. Να παραμείνουμε θεατές, να υπομείνουμε τη στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας, να παραμείνουμε σε παθητική στάση (συνεισφέροντας δηλαδή στο καταστροφικό και θανατηφόρο έργο του κράτους) στη μεταβολή των πόλεων σε τεράστια στρατόπεδα συγκέντρωσης ανοιχτού ουρανού, είναι θλιβερό στον ίδιο βαθμό που τα πρόβατα αφήνονται να οδηγηθούν στο σφαγείο. Να αγωνιστούμε για να εξαφανιστεί η μεγαφυλακή προτού προλάβει να εγκλείσει έστω και ένα άτομο στο εσωτερικό της δεν αποτελεί κατα συνέπεια τίποτε περισσότερο από ένα πρώτο βήμα για να επανεξοπλιστούμε απέναντυ στο κράτος, σε σκέψεις, σε συναισθήματα και σε πράξεις.